pneumatic$61811$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

pneumatic$61811$ - translation to ελληνικό

CONVERTS ENERGY (TYPICALLY IN THE FORM OF COMPRESSED AIR) INTO MECHANICAL MOTION
Pneumatic Actuator; Pneumatic actuators
  • Pneumatic [[rack and pinion]] actuators for valve controls of water pipes

pneumatic      
adj. πνευματικός
air drill         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pneumatic drill (disambiguation); Air drill
αεροτρύπανο
pneumatic drill         
  • Air hose connection on pneumatic drill
  • A gasoline-powered breaker on a demolition site
  • (video) A construction worker uses a jackhammer in [[Japan]]
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pneumatic drill (disambiguation); Air drill
κομπρεσέρ

Ορισμός

pneumatic drill
¦ noun a large, heavy mechanical drill driven by compressed air, used for breaking up a hard surface such as a road.

Βικιπαίδεια

Pneumatic actuator

A pneumatic control valve actuator converts energy (typically in the form of compressed air) into mechanical motion. The motion can be rotary or linear, depending on the type of actuator.